wreak changes - translation to ισπανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

wreak changes - translation to ισπανικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
The Changes; Changes (song); The Changes (disambiguation); Changes (album); Changes (disambiguation); Changes (film); Changes..; Changes...

changes         
cambios
wreak      
----
* wreak + changes = efectuar cambios, provocar cambios
* wreak + confusion = causar confusión
* wreak + destruction = causar destrucción, destruir, devastar
* wreak + devastation = causar destrozos, devastar, destrozar
* wreak + havoc = causar estragos, provocar estragos, hacer estragos, ocasionar estragos
* wreak + revenge = vengarse
* wreak + vengeance upon = tomarse la venganza, vengarse
habitual         
2020 ALBUM BY JUSTIN BIEBER
Habitual; Changes Tour; 2020 Tour (Justin Bieber); Changes Tour (Justin Bieber); All Around Me (Justin Bieber song); Second Emotion; Confirmation (song); Confirmation (Justin Bieber song); ETA (song); Habitual (song); Running Over; Take It Out on Me (Justin Bieber song); At Least for Now (song); At Least for Now (Justin Bieber song); That's What Love Is (Justin Bieber song); Changes (Justin Bieber song); ETA (Justin Bieber song); Running Over (song); Running Over (Justin Bieber song); Second Emotion (Justin Bieber song); Second Emotion (song); Take It Out On Me (Justin Bieber song); Habitual (Justin Bieber song); E.T.A (song); E.T.A (Justin Bieber song); E.T.A. (song); Changes Deluxe (Justin Bieber album)
acostumbrado, habitual; empedernido (bebedor, mentiroso) [Adjective]

Ορισμός

habitual
[h?'b?t???l, -tj??l]
¦ adjective
1. done constantly or as a habit.
2. regular; usual: his habitual dress.
Derivatives
habitually adverb
Origin
ME (in the sense 'part of one's character'): from med. L. habitualis, from habitus (see habit).

Βικιπαίδεια

Changes